- δύστροπος
- δύστροποςill-conditionedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύστροπος — η, ο (AM δύστροπος, ον) ιδιότροπος, κακότροπος, στρυφνός νεοελλ. απρόθυμος μσν. κακός, άσχημος … Dictionary of Greek
δύστροπος — η, ο κακότροπος, στρυφνός, ανάποδος: Πέρασε πολλά κι έγινε δύστροπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυστροπωτέρων — δύστροπος ill conditioned fem gen comp pl δύστροπος ill conditioned masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστροπώτατα — δύστροπος ill conditioned adverbial superl δύστροπος ill conditioned neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστρόπως — δύστροπος ill conditioned adverbial δύστροπος ill conditioned masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύστροπον — δύστροπος ill conditioned masc/fem acc sg δύστροπος ill conditioned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναποδιάρης, -α, -ικο — δύστροπος, παράξενος, κακότυχος: Όλα τα χάλασε αυτός ο αναποδιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυστροπωτάτη — δύστροπος ill conditioned fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστροπωτάτην — δύστροπος ill conditioned fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστροπώτατος — δύστροπος ill conditioned masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)